- ἀπολείπουσα
- ἀπολείπωleave overpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπολειπούσας — ἀπολειπούσᾱς , ἀπολείπω leave over pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἀπολειπούσᾱς , ἀπολείπω leave over pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оставлѧти — ОСТАВЛѦ|ТИ (246), Ю, ѤТЬ гл. 1.Оставлять, не брать с собой: ѿкрываше основань˫а вонъ изм(е)ща. ника(к)же оставлѧ˫а. (καταλιπών) ЖВИ XIV–XV, 119а; || перен.: кыи плачь с рыданье(м) оставлѧху (ἀπελίμπανον) ЖВИ XIV–XV, 127б; вл(д)кы же ѹкрашають(с)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη … Dictionary of Greek